Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ἄγροικος

См. также в других словарях:

  • αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) …   Dictionary of Greek

  • μεσάγριος — και μεσάγροικος, ον (Α) αυτός που είναι σχεδόν αγροίκος ή χωριάτης, ο ημιάγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἄγριος και ἀγροῖκος (πρβλ. ημι άγριος)] …   Dictionary of Greek

  • Οστρόβσκι, Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς — (Aleksandr Nikolayevich Ostrovsky, Μόσχα 1823 – Στσελύκοβο, Κοστρόμα 1886). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ζαμοσκβορέτσιε, τη συνοικία της παλιάς Μόσχας, όπου κατοικούσαν οι έμποροι, ένα περιβάλλον που γνώρισε κατά βάθος, όταν, αφού… …   Dictionary of Greek

  • ύειος — εία, ον, και ὕεος, έα, ον, Α [ὗς, ὑός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, στα γουρούνια 2. φρ. «θηρίον ὕειον» μτφ. άνθρωπος εντελώς απαίδευτος και αγροίκος, κτηνώδης …   Dictionary of Greek

  • υηνεύς — έως, ὁ, Α (για πρόσ.) σκαιός, αμαθής και αγροίκος, κτηνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος + επίθημα εύς (πρβλ. τοξ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… …   Dictionary of Greek

  • κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • γεώλοφος — και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο Α και γήλοφον, το) χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος αρχ. μσν. ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος αρχ. ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα») …   Dictionary of Greek

  • επαρχιώτης — και επαρχεώτης, ο, θηλ. επαρχιώτις και επαρχιώτισσα (AM ἐπαρχιώτης και ἐπαρχεώτης, θηλ. ἐπαρχιῶτις) [επαρχία] ο κάτοικος τής επαρχίας ή ο καταγόμενος από επαρχία νεοελλ. αυτός που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο αγροίκος …   Dictionary of Greek

  • άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»